ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ
Α) Χριστουγεννιάτικος κύκλος
Τα Χοιροσφάγια.
Την παραμονή των Χριστουγέννων η κάθε οικογένεια έσφαζε το γουρούνι της. Το ζώο το είχε προμηθευτεί η κάθε οικογένεια μήνες πριν και το ανάθρεφε ειδικά για αυτό το σκοπό και όχι για αναπαραγωγή. Έτσι η οικογένεια εξασφάλιζε το κρέας που της χρειάζονταν για όλες τις γιορτές του Δωδεκαημέρου.
Το λίπος το έλιωναν μέσα σε καζάνια και λιωμένο όπως ήταν, το έριχναν σε πήλινα συνήθως δοχεία και όταν κρύωνε έριχναν επάνω στην επιφάνειά του αλάτι για να το συντηρήσουν όλο το χειμώνα. Το χρησιμοποιούσαν ως μαγειρικό λίπος. Συχνά τα παιδιά το έτρωγαν στρωμένο επάνω σε φέτες ψωμιού.
Το Χριστόψωμο.
Την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ, γινόταν το "θυμίασμα" με το χριστόψωμο. Ο αρχηγός της οικογένειας αφού το ευλογούσε, το έκοβε σε κομμάτια και το προσέφερε στα μέλη της οικογένειας δίνοντάς τους ευχές.
Β) Πρωτοχρονιάτικος κύκλoς
Το Αμίλητο Νερό.
Γίνονταν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς πριν χτυπήσει η καμπάνα για τη Θεία Λειτουργία, δηλαδή χαράματα. Οι γυναίκες πήγαιναν με μια στάμνα ή ένα γκιούμι στη βρύση του μαχαλά (δημόσια βρύση, μία σε κάθε μαχαλά) και έπαιρναν νερό. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής (πήγαινε έλα στη βρύση), δεν έπρεπε να μιλήσουν σε κανένα για να πάει η χρονιά καλά! Έτσι έμεινε και η φράση: "Μίλα βρε! Γιατί δεν μιλάς; To αμίλητο νερό ήπιες;"
Η Χαρβασίλα (ή Τοπικά Κάλαντα).
Μετά την αλλαγή του χρόνου κάθε 1η Ιανουαρίου, στις πέντε η ώρα το πρωί, τα παιδιά του χωριού έκαναν "χαρβασίλα". Έφτιαχναν ένα ξύλινο σφυρί και με αυτό πήγαιναν στα σπίτια και χτυπούσαν τις πόρτες και τα παράθυρα για να ξυπνήσουν οι άνθρωποι και να τους κεράσουν. Το τραγούδι που έλεγαν χτυπώντας με το ξύλινο σφυρί ήταν το εξής:
"Σούρμπα" σούρμπα κόλιαντρα
δύο χιλιάδες πρόβατα
και άλλα τόσα γίδια
δω μ΄ κυρά μ΄ καρύδια
μη σε σπάσω τη θύρα σου
και την παραθύρα σου.
Τα σπλιά μ΄,
τα σπλιούμ΄
και μια καραγκιόζικη νύφη".
Την ευχή στο τέλος του τραγουδιού την έλεγαν όταν στο σπίτι που πήγαιναν υπήρχε ελεύθερο αγόρι. Αν υπήρχε ελεύθερο κορίτσι έλεγαν "και ένα καραγκιόζικο γαμπρό".
Βέβαια έλεγαν και άλλες ευχές για τον καινούργιο χρόνο, π.χ. να βγάλτε πολύ σιτάρι, να βγάλτε καλό καπνό, κλπ.
Το Ποδαρικό.
Γίνονταν κάθε χρόνο τη δεύτερη μέρα της Πρωτοχρονιάς (2 Ιανουαρίου). Έκαιγε το τζάκι σε κάθε σπίτι και οι γυναίκες έβαζαν δίπλα του ένα ταψί με πίτουρο και αλάτι. Κάθε παιδί που έμπαινε στο σπίτι πήγαινε κοντά στο τζάκι, έπαιρνε, και έριχνε στη φωτιά τρεις φορές από λίγα πίτουρα και αλάτι (τρεις πρέσες). Καθώς τα έριχνε στη φωτιά έλεγε τη φράση: " Ένα κουκουρίκου, δέκα κουκουντιάκ", δηλαδή η κλώσσα του σπιτιού που θα κλωσούσε την άνοιξη να βγάλει ένα κόκορα και δέκα κότες. Οι νοικοκυρές ήθελαν δέκα κότες και ένα κόκορα για να έχουν στο σπίτι πολλά αυγά. Μερικές φορές τα παιδιά έλεγαν το αντίθετο, "δέκα κουκουρίκου, ένα κουκουντιάκ", για να πεισμώσουν την νοικοκυρά. Πριν μπουν στο σπίτι τα παιδιά έλεγαν : " Καλημέρα, Καλή Χρονιά" και μετά το εξής τραγούδι:
"Μας προβόδισε ο δάσκαλος να μας δώστε πέντε αυγά κι αν δεν έχετε πέντε αυγά παίρνουμε την κλωσαριά να γεννά και να κλωσά και να σέρνει τα πουλιά. Και του Χρόνου".
Η κλώσσα τα πουλιά.
Γίνεται κάθε χρόνο τη δεύτερη μέρα της Πρωτοχρονιάς (2 Ιανουαρίου). Oι νέοι του χωριού υποψήφιοι για την στρατιωτική του θητεία στον Ελληνικό στρατό, ηλικίας 18-20 χρόνων, με την συνοδεία μουσικών παραδοσιακών οργάνων περιφέρονται στης γειτονιές του χωριού τραγουδώντας το «η κλώσα τα πουλιά δεν τα έβγαλε σωστά ». Οι ίδιοι νέοι και τη Μεγάλη Παρασκευή σηκώνουν και περιφέρουν τον Επιτάφιο στους δρόμους του χωριού.
Το έθιμο αρχίζει πρωί, πρωί καθώς οι νέοι συγκεντρώνονται στην πλατεία του χωριού και ετοιμάζουν τα σύνεργά τους. Κοντάρια (βασταγάρες), σπάγγους, μπουκάλια με κρασί και τα παραδοσιακά λαϊκά όργανα "τα ζουρνούδια". Αρχίζουν και περιφέρονται στους δρόμους του χωριού μέχρι αργά το μεσημέρι, πίνοντας, τραγουδώντας και χορεύοντας με τη συνοδεία των λαϊκών οργάνων.
Το παραδοσιακό τραγούδι που χιλιοτραγουδιέται εκείνη την ημέρα είναι το εξής:
Η κλώσσα, τα πουλιά,
η κλώσσα τα πουλιά,
η κλώσσα τα πουλιά δεν τα έβγαλε σωστά
ά στο διάβολο για κλώσσα,
δεν σε ξαναβάζω τόσα.
Σου έβαλα εννιά και μου έγαλες εφτά. (πουλιά)
ά! στο διάβολο για κλώσσα,
δεν σε ξαναβάζω τόσα.
Και συ ρε πετεινέ,
και συ ρε πετεινέ,
και συ ρε πετεινέ,
μεγάλε και τρανέ
που μας "πλάκωσες" την κότα,
στης γειτόνισσας την πόρτα.
Ταυτόχρονα οι νέοι κυνηγούν και πιάνουν τις αδέσποτες κότες στους δρόμους και στις αλάνες του χωριού. Ακόμα κι αυτές που βόσκουν αμέριμνες στις αυλές των σπιτιών δεν γλιτώνουν από την επίθεση των παιδιών. Γι΄ αυτό εκείνη την ημέρα οι νοικοκυρές δεν ξεχνούν να κλειδώσουν καλά τα κοτέτσια τους.
Αυτό όμως δεν αρκεί, αφού οι νέοι τα παραβιάζουν, αν τύχει μάλιστα εκείνη την ημέρα να μην βρουν πολλές κότες. Τότε δεν λείπουν και οι καυγάδες των νέων με τις νοικοκυρές στις αυλές και στους μπαξέδες των σπιτιών. Πολλές φορές οι λογομαχίες και οι διαξιφισμοί είναι τόσο έντονοι που παραχωρούν τη θέση τους στις "σκληρές βρισιές", "Αντίχριστε! Κοψόχρονε!".
Τις κότες που πιάνουν τα παιδιά τις δένουν τα πόδια και τις κρεμούν στα κοντάρια, τη μια δίπλα στην άλλη. Αφού πάει καλά η συγκομιδή τους και έχει περάσει η ώρα, τις σφάζουν, τις ξεπουπουλιάζουν, τις καθαρίζουν και τις παραδίδουν σε μια ταβέρνα του χωριού για να τις μαγειρέψει.
Αφού ξεκουραστούν λίγο το απόγευμα, το βράδυ συγκεντρώνονται στην ταβέρνα για να γλεντήσουν με "τα ζουρνούδια" ως τα χαράματα και να γευθούν τις νοστιμότατες ντόπιες κότες με την συμμετοχή τον πτηνοτρόφων της περιοχής καθώς και των συγγενών των παιδιών.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας οι μεγαλύτεροι γελούν και θυμούνται τη χρονιά που κι αυτοί εκτέλεσαν το έθιμο και οι νεότεροι εντυπώνουν παραστάσεις για να είναι έτοιμοι ν΄ ανταποκριθούν στο ρόλο τους, όταν με το καλό θα έρθει και η δική τους σειρά να εφαρμόσουν το έθιμο.